- θαλασσεύουσαι
- θαλασσεύωto be at seapres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλασσεύω — (AM) (Α αττ. τ. θαλαττεύω) [θαλασσεύς] βρίσκομαι στη θάλασσα («νῆες... τοσοῡτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», Θουκ.) αρχ. 1. ταξιδεύω διά θαλάσσης 2. καλύπτομαι από το θαλάσσιο νερό («τά θαλαττεύοντα τής νεὼς μέρη», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ ναυτικές… … Dictionary of Greek